ὑαλοψός

ὑαλοψός
ὑᾰλ-οψός, , ([etym.] ἕψω)
A glass-smelter, Sch.Luc.Lex.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υαλοψός — και ὑελεψός, ὁ, ΜΑ, και ὑελοψός και ὑελλοψός και ὑελοεψός Α τεχνίτης που παρασκευάζει την ύαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + οψός / εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ὑαλοψοῦ — ὑαλοψός glass smelter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υελέψης — ὁ, Α βλ. ὑαλοψός …   Dictionary of Greek

  • υελεψός — ὁ, ΜΑ βλ. ὑαλοψός …   Dictionary of Greek

  • υελοεψός — ὁ, Α βλ. ὑαλοψός …   Dictionary of Greek

  • υελοψός — ὁ, Α βλ. ὑαλοψός …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”